- σύψωμος
- Λόγιος από την Κωνσταντινούπολη (18ος-19ος αι.). Έζησε και πέθανε στο Παρίσι. Δεινός ελληνιστής, με εξαιρετική μόρφωση, χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους εκδότες αρχαίων κειμένων στην αντιγραφή και τη διόρθωση έργων του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα. Συνεργάστηκε με γνωστούς Γάλλους ελληνιστές και μεγάλους εκδοτικούς οίκους όπως του Ντιντερό και του Μίνι. Πέθανε τυφλός και σε βαθειά γεράματα.
* * *-η, -ο, Ν1. εργάτης που παίρνει φαγητό από το σπίτι του και δεν τρέφεται από τον εργοδότη2. (κατ' επέκτ.) εργάτης με αυξημένο ημερομίσθιο.επίρρ...σύψωμα Νμε τροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ψωμί].
Dictionary of Greek. 2013.